- Κρανίω
- Κράνιοςmasc/neut nom/voc/acc dualΚράνιοςmasc/neut gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κρανίω — κραίνω ṇ y fut ind act 1st sg (doric) κρᾱνίω , κρανίον upper part of the head neut nom/voc/acc dual κρᾱνίω , κρανίον upper part of the head neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κρανίῳ — Κράνιος masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρανίῳ — κρᾱνίῳ , κρανίον upper part of the head neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κρανίωι — Κρανίῳ , Κράνιος masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμφύω — (AM ἐμφύω) 1. φυτρώνω ή φυτεύω μέσα σε κάτι 2. μέσ. προσκολλώμαι σε κάτι ή σε κάποιον, γατζώνομαι, πιάνομαι («παλαιστρικῶν ἀνδρῶν τεχνωμένων κνήμαιν περιπλέγδην ἐμφύεσθαι», Ευστ.) μσν. 1. ενεργ. κάνω να φυτρώσει 2. μέσ. ξεφυτρώνω, παρουσιάζομαι… … Dictionary of Greek